Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασκαληρής — ἀσκαληρής, ές (Α) ο ισόπλευρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί του ασκαληνής < α στερ. + σκαληνής (= σκαληνός)] … Dictionary of Greek
ἀσκαληρές — ἀσκαληρής equilateral masc/fem voc sg ἀσκαληρής equilateral neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)